- νυ
- (I)το (Α νῡ)άκλ. το δέκατο τρίτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτουνεοελλ.φρ. «με το νυ και με το σίγμα» — με κάθε λεπτομέρεια, με ακριβολογία.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. εγκυκλ. λ. Ν, ν].————————(II)νυ (Α)επίρρ. (εγκλιτ. τ.) βλ. νυν.
Dictionary of Greek. 2013.